ταλαιπωρίη

ταλαιπωρίη
ταλαιπωρία
hard labour
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταλαιπωρίῃ — ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”